Το 65% περίπου της συνολικής παραγωγής του μελιού στην Ελλάδα, είναι πευκόμελο. Προέρχεται από τις μελιτώδεις εκκρίσεις του εντόμου Marchalina hellenica γνωστό ως «βαμβακάδα» ή «εργάτης του πεύκου». Οι κυριότερες περιοχές παραγωγής πευκόμελου είναι η βόρεια Εύβοια, η Χαλκιδική, η Θάσος, η Σκόπελος, η Ζάκυνθος , η Ρόδος και η Κρήτη.
Λόγω της χαμηλής φυσικής περιεκτικότητας του
πευκόμελου σε γλυκόζη, η κρυστάλλωσή του γίνεται με αρκετά αργό ρυθμό. Τα
αμιγή πευκόμελα παραμένουν ρευστά για περισσότερο από δύο χρόνια, ενώ η ανάμιξή
τους με ανθόμελα μειώνει το χρόνο που παραμένουν ρευστά σε 2-5 μήνες.
Το πευκόμελο που παράγεται την Άνοιξη, είναι πιο
ανοιχτόχρωμο και πιο διαυγές από εκείνο του Φθινοπώρου.
Το πευκόμελο θεωρείται μέλι υψηλής θρεπτικής αξίας.
Η αξία του οφείλεται στο υψηλό ποσοστό τέφρας που διαθέτει και στον μεγάλο
αριθμό διαφορετικών ουσιών που συνυπάρχουν στη σύστασή του. Από τις ουσίες
αυτές επικρατέστερες είναι τα μέταλλα και τα ιχνοστοιχεία (ιδίως
το ασβέστιο, το κάλλιο και το μαγνήσιο), τα οποία
βρίσκονται σε μεγάλες συγκεντρώσεις στο ελληνικό πευκόμελο.